- λατομώ
- λατόμησα, λατομήθηκα, λατομημένος, είμαι λατόμος, βγάζω πέτρες από λατομεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λατομώ — (AM λατομῶ, έω) [λατόμος] εξορύσσω λίθους ή μάρμαρα, εργάζομαι σε λατομείο μσν. σκαλίζω παραστάσεις σε σκληρή επιφάνεια, λαξεύω αρχ. φρ. «λατομώ λάκκον» σκάβω βραχώδες μέρος για να εξορύξω πέτρες ή μάρμαρα … Dictionary of Greek
λατομῶ — λατομέω quarry pres subj act 1st sg (attic epic doric) λατομέω quarry pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλατόμητος — η, ο (AM ἀλατόμητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν λατομήθηκε, που δεν κόπηκε από λατομείο 2. (για τη γη) αυτή στην οποία δεν δημιουργήθηκαν, δεν ανοίχθηκαν λατομεία αρχ. μσν. ο αλάξευτος, απετροκόπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λατομητός <… … Dictionary of Greek
εκλατομώ — ( έω) (AM ἐκλατομῶ) 1. σκάβω πετρώδες έδαφος, λατομώ 2. κόβω, κοιλαίνω … Dictionary of Greek
λατομεύω — (Α) [λατόμος] πάπ. λατομώ … Dictionary of Greek
λατομητός — λατομητός, ή, όν (Α) [λατομώ] 1. αυτός που λατομήθηκε, που κόπηκε από βράχο 2. (για λίθο) πελεκητός, πελεκημένος πάνω στον βράχο (α. «κλίμακα λατομητήν», Στράβ. β. «λίθους λατομητούς», ΠΔ) … Dictionary of Greek
λατόμημα — το (Α λατόμημα) [λατομώ] λίθος που εξορύσσεται από λατομείο … Dictionary of Greek
λατόμηση — η [λατομώ] η εξόρυξη διαφόρων τύπων πετρωμάτων χωρίς μεταλλικά συστατικά από ανοιχτούς χώρους εκσκαφής μικρού σχετικά βάθους … Dictionary of Greek
λιθοτομώ — λιθοτομῶ, έω (AM) [λιθοτόμος] αφαιρώ με τομή λίθο σχηματισμένο σε κύστη αρχ. κόβω, πέτρες, λατομώ … Dictionary of Greek
μυριολατομημένος — μυριολατομημένος, η, ον (Μ) λαξεμένος με πολλές παραστάσεις, ολοσκάλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + λατομημένος, μτχ. παρακμ. τού λατομῶ] … Dictionary of Greek